Τη βρήκαμε από το δορυφορικό χάρτη, και είπαμε να περάσουμε εκεί το θερινό ηλιοστάσιο. Ετσι, για μια μέρα, οι δυό μας. Με σκηνή, μπλοκάκια και μπογιές, και λίγες προμήθειες.
Ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και ζόρικος. Οι λίγοι άνθρωποι που συναντήσαμε (μέσα σε τρακτέρ, αγροτικά, και ένας πεζός βοσκός) απόρησαν: "δεν το λυπάστε το αυτοκίνητό σας;" μας έλεγαν. Και φυσικά μας απέτρεψαν από το προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε και στην παρακάτω παραλία, που επίσης είχαμε σταμπάρει στο χάρτη. Ο απογευματινός ήλιος ήταν γλυκός, η μέρα μεγάλη, και εμείς είμαστε ευγνώμονες και μόνο που φτάσαμε σ' αυτή την ήσυχη απλοχωριά.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρήσαμε ήταν τα τροχόσπιτα. Μετρήσαμε 14, όλα κλειστά, είτε επάνω στην αμμουδιά είτε χωμένα μέσα στο σύδεντρο με τις βρωμοκαρυδιές (ναι, κι εδώ είχε βρωμοκαρυδιές, τα δέντρα αυτά έχουν κατακλύσει όλη την Ελλάδα!), και τα σκουπίδια. Πλαστικά κυρίως υπολείμματα από πρότερες εγκαταστάσεις, που δεν φαίνονταν να ενοχλούν κανέναν, τελικά (μπουκάλια, πλαστικά σκοινιά, κομμάτια από παιδικά παιχνίδια, και κομμάτια από μπάζα). Η παραλία αυτή καθαυτή ήταν κατακάθαρη και γαλήνια, με ελάχιστους ανθρώπους την ώρα εκείνη (μέσα στη νύχτα ήρθαν δύο οικογένειες, έστησαν τις σκηνές τους με φακό 100 μέτρα μακριά μας, και έσπευσαν να κοιμηθούν. Εγώ κοιμήθηκα με το τραγούδι της φυσαρμόνικας του αγαπημένου μου, και τον ήχο του κύματος.
Ξημέρωσε η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, και βγαίνοντας από τη σκηνή αντίκρυσα την πρώτη καρδιά. Ηταν φτιαγμένη από τις πορτοκαλοροζ πέτρες που αφθονούσαν στην παραλία. Αργότερα διαπίστωσα οτι ποτέ δεν είχα δει τόσες πολλές καρδιόσχημες πέτρες μαζεμένες σε ένα μέρος!
Στο μεταξύ, πλάι στη σκηνή μας βρισκόταν άλλος ένας μικρός κολπίσκος όπου μπορούσες να βρεθείς μόνο δια θαλάσσης και αέρος (διάλεξα θάλασσα), που κρίνοντας από το χώμα και τη βλάστηση φάνηκε να είναι και η εκβολή ενός μικρού χειμάρρου. Τα σκουπίδια που υπήρχαν εδώ περιορίζονταν σε αντικείμενα που ξέβρασε η θάλασσα, και μια παλιά βάρκα μισοθαμμένη στο κοκκινόχωμα. Κάποιος κάποτε είχε φάει καρπούζι, και ένα κουκούτσι φύτρωσε μεταξύ άμμου και χώματος. Ντατούρες πολλές προσπαθούσαν να βλαστήσουν επίσης στο μεσοδιάστημα, και στο βάθος αριστολόχιες δημιουργούσαν πράσινο χαλί.
Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ - μια ενδιαφέρουσα παραλία, μία ωραία μέρα, τι κάναμε, κτλ κτλ.
Αλλά διαρκώς μέσα στο νου μου ήταν το επαπειλούμενο ξεπούλημα των αγαπημένων μας αιγιαλών, διαρκώς σκεφτόμουν τι θα απογίνουν παραλίες σαν και τούτην, όπως επίσης αναρωτιόμουν για τους ανθρώπους των τροχόσπιτων: πού βρίσκονταν; από πού έρχονταν; πότε; τους ενόχλησε ποτέ κανείς για την "κατάληψη" του αιγιαλού; κι αν ναι, πώς το αντιμετώπισαν;
Στο μεταξύ ο ήλιος ανέβαινε και έκαιγε, κι έπρεπε να βρούμε σκιά. Τη βρήκαμε 300 μέτρα μακριά, κάτω από τα μοναδικά ψηλά βράχια της παραλίας, και εγκατασταθήκαμε εκεί με τις ψάθες και τα βιβλία μας. Η θάλασσα ήταν κρυστάλλινα καθαρή και δροσερή, και οι γείτονες αρκετά μακριά μας ώστε να μη μας ενοχλούν οι κουβέντες και τα παιχνίδια τους. Το ζητούμενο, εξάλλου, της εξόρμησης αυτής ήταν η απομόνωση από το περιβάλλον της πόλης και το βουητό των ανθρώπων.
Στη γειτονιά της σκηνής μας είχε εν τω μεταξύ φτάσει ένα τρακτέρ με καρότσα, και δύο άντρες έστηναν με θαυμαστή ταχύτητα ένα σκίαστρο και έναν "τοίχο" σε ένα από τα αυτοσχέδια τροχόσπιτα. Η περιέργειά μας ήταν μεγάλη, και αποφασίσαμε να πάμε να τους γνωρίσουμε και να ρωτήσουμε όλα αυτά που αναρωτιόμαστε τόσες ώρες.
Ενας γελαστός άνθρωπος μας υποδέχτηκε, και μας εξήγησε οτι τα τροχόσπιτα ανήκουν σε οικογένειες που ζουν κατά κύριο λόγο στο κοντινό χωριό (κι αυτός εκεί ζει, με την οικογένεια τα παιδιά και τα εγγόνια του), οι οποίοι σιγά-σιγά θα έρθουν να εγκατασταθούν για καλοκαίρι καθώς τελειώνουν τα σχολεία. Με χρήματα των κατοίκων του χωριού ανοίχτηκε ο δρόμος και ήρθε νερό με σωλήνες από την πηγή επάνω στο βουνό κάτω στην παραλία, και θυμάται από τότε που ήταν μικρός τις προσπάθειες του χωριού να τα φτιάξει αυτά. Τον ρωτήσαμε για κάποιες παράξενες κατασκευές, και μας αποκάλυψε οτι προ ολίγων ετών το μοναστήρι στο οποίο ανήκει η παραλία και τα γύρω βουνά έφερε το δασαρχείο και ανάγκασε δύο οικογένειες να γκρεμίσουν τα σπίτια τους, για να μην πληρώσουν ένα υπέρογκο πρόστιμο. Κούναγε το κεφάλι του με νόημα μιλώντας για το μοναστήρι, θέλοντας να μας δώσει να καταλάβουμε οτι μάλλον δεν συμφωνούσε με την πολιτική τους... Περήφανος για τις κατασκευαστικές του δεξιότητες και την οικογένειά του, μας μίλησε για τα παιδιά και τα εγγόνια του, μας έδειξε το εσωτερικό του "τροχόσπιτου" (πάνω σε ένα παλιό σασί έφτιαξε με ξύλα ραμποτέ ένα σπιτάκι, όλες οι εσωτερικές και εξωτερικές κατασκευές ήταν δικές του), είχε φτιάξει χώρο για ντους και τουαλέττα και κουζίνα επάνω στην πέτρινη (με ολίγη βοήθεια από τσιμέντο) βάση του τροχόσπιτου, και στενοχωρήθηκε που δεν είχε το χρόνο εκείνη την ώρα να συνδέσει το νερό, για να μας προσφέρει ένα "κανονικό" ντους. Τον ρωτήσαμε για τα σκουπίδια, και μας είπε οτι έχουν προβλέψει και κάνουν το κουμάντο τους, δείχνοντάς μας ένα τρέηλερ επάνω στο δρόμο, όπου βάζουν όλοι τις σακούλες τους, και όταν γεμίσει κάποιος το βάζει πίσω από το τρακτέρ του και το πάει στο χωριό (δεν φάνηκε να βλέπει τα διάσπαρτα σκουπίδια που βλέπαμε εμείς). Του έκανε εντύπωση το πώς φτάσαμε εμείς ως εκεί, πού ξέραμε για την παραλία χωρίς να έχουμε καμία "ρίζα" από την περιοχή, και γούρλωσε τα μάτια του όταν του μιλήσαμε για το δορυφορικό χάρτη... Ζεστός και φιλόξενος, μας είπε πόσο χαίρεται την παρέα όλων που έρχονται με τις σκηνές τους, οτι η παραλία είναι αποκλειστικά οικογενειακή, όλοι ξέρουν όλους λίγο-πολύ, και οτι το καλοκαίρι όλοι προσέχουν τα παιδιά όλων.
Με άλλα λόγια, όπως το κατάλαβα εγώ, η κοινότητα του χωριού μεταφέρεται στην παραλία, και αυτο-οργανώνει τις διακοπές της! Και με στενοχωρεί η ιδέα οτι αυτός ο τρόπος ζωής, ο τόσο απλός και ανθρώπινος (με τα υπερ και τα σκουπίδια του, έστω) απειλείται από γραφειοκράτες που νοιάζονται για την "ανάπτυξη" και υλικά αγαθά για τα οποία ποτέ δεν εργάστηκαν ουσιαστικά. Ο άνθρωπος που μας μίλησε ήταν, μας είπε, αστυνομικός - έχει όμως και ένα κοπάδι 50 γίδες, μπαξέ, και κατασκευάζει τα πάντα μόνος του, γιατί όπως μας εξήγησε, όταν αποφάσισε να κάνει οικογένεια έπρεπε να δραστηριοποιηθεί εντονότερα, γιατί "ο μισθός δεν έφτανε". Και μπορεί να μην συμμερίζομαι κάποιες από τις ιδέες του (γι αυτό και δεν τις αναπαράγω εδώ), αλλά δεν μπορώ να μην σεβαστώ έναν άνθρωπο που φροντίζει και δημιουργεί και συνεχίζει να εργάζεται και είναι πρόθυμος να μοιραστεί το χρόνο και το χώρο του με δύο άγνωστους σκηνίτες της μιάς βραδιάς. Με χαμόγελο.
Μετά το μεσημέρι είχαν αρχίσει να φθάνουν κι άλλες οικογένειες, παιδιά να παίζουν στη θάλασσα, βάρκες να καθελκύονται, τραγούδια να παίζουν από ανοιχτά παράθυρα αγροτικών. Οχι της αρεσκείας μας, αλλά εμείς είμαστε εκεί παροδικοί... Πέφτοντας το φως, περπατήσαμε λίγο την ανηφόρα να δούμε το δρόμο προς την διπλανή παραλία και τη δική μας από ψηλά, μαζέψαμε ρίγανη και θρούμπι, και κατεβήκαμε να πιούμε τσάι. Το φως άλλαζε διαρκώς και μας μάγευε.
H μεγαλύτερη μέρα του χρόνου στην ακρογιαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου