27 Ιουλ 2020

Το Τσάι του Δάσους

Δεν ψήνεται σε περίτεχνες αριστοκρατικές τσαγιέρες. Πώς γίνεται να φτάσουν μέχρι εκεί, εξάλλου;


Ούτε συνοδεύεται από σάντουιτς λευκού ψωμιού με λεπτοκομμένες φέτες αγγουράκι, όπως κάποτε στην Αγγλία. Ούτε από φρεσκοψημμένα κουλουράκια βανίλιας ή κανέλας.

Αμα δε φέρεις μαζί σου φακελάκι λιπτον-τή ή σακουλάκι με μαύρα ξερά τσακισμένα φύλλα καμέλιας, πάλι αυτό δεν θα είναι το τσάι το γνωστό, που πίνουνε σε δύση και ανατολή.


Όχι, το τσάι του δάσους δεν είναι αυτό που πίνεις σπίτι, στο μπαλκονάκι ή το σαλόνι σου, παρέα με το γάτο και το βασιλικό σου. Ούτε στα τή ρουμς του λονδρέζικου ξενοδοχείου.

Το τσάι του δάσους θέλει νερό από βουνίσιο ποταμάκι, νερό που τρέχει ασταμάτητα από τότε που ξεκίνησε ο χρόνος παγωμένο καθαρό, νερό που έπεσε σαν πάχνη στα φύλλα μες στη νύχτα και ξανανέβηκε με τον πρώτο ήλιο ατμός, έγινε σύννεφο, βροχή, πέρασε μέσα από βρύα ρίζες και βράχια, ξεκουράστηκε και ξαναβγήκε ως πηγή ξανά στο φως.


Το τσάι του δάσους ψήνεται στη φωτιά. Συχνά τη νύχτα, ή το πρωί μόλις ξυπνάς και θέλεις κάτι να ζεστάνει τα μέσα σου, γιατί η υγρασία περονιάζει. Σα μαλακή φανέλα που τη φοράς κατάστηθα και ηρεμεί η ψυχή.


Ολα τα βότανα που είναι φίλοι καρδιακοί μπαίνουνε μέσα, να δώσουνε την καλωσύνη τους - το φάρμακό τους. Το φάρμακο όπως το εννοούσανε οι Ινδιάνοι, ίαμα σώματος και ψυχής. Ότι γνωρίζουμε και μας γνωρίζει μέσα στο δάσος για το καλό μας, θα μπει στο τσάι. Το βουτυρόχορτο και το τριφύλλι, οι νεαρές βελόνες της ελάτης και της πεύκης. Η αχιλλεία και το υπερικό, η μέντα και το λευκό λουλουδάτο συννεφάκι, η σπιραία. Η ρίγανη, ο ελίχρυσος, ο κίστος, το θυμάρι. Ότι βγάζει ο τόπος, ότι δίνει η γη, εκεί που είσαι. Όπου κι αν είσαι. Το δάσος θα σου δώσει ότι χρειάζεσαι.



1 σχόλιο: