Χειμώνας, παραμονή του Αγίου Αθανασίου. Βρέχει τρείς μέρες ακατάπαυστα στη Δράμα. Είμαστε καλεσμένοι να παρακολουθήσουμε τελετή πυροβασίας, τα Αναστενάρια της Μαυρολεύκης. Τρέχουμε σ'ένα δρόμο βροχερό να προλάβουμε - τι; Δεν ξέρουμε. Εχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά, αλλά σήμερα όλα έχουν φύγει μέσα απ' το νου, και το μόνο που βρίσκουμε εντός μας είναι μία ακατανόητη συγκίνηση.
Το Κονάκι είναι ένα σπιτάκι μέσα σ' ένα δασάκι πλάι στο δρόμο - τοπίο υποβλητικό μες στο χειμώνα με τα πεσμένα φύλλα και το μισοσκόταδο του απογεύματος. Συναντάμε μια χούφτα ανθρώπους και τον Αρχιαναστενάρη. Ολη μου τη ζωή ήθελα να έρθω να παρακολουθήσω την τελετή, το "πανηγύρι". Ζητώ την άδεια να τραβήξω φωτογραφίες, και μου δίνεται.
Τα όργανα κουρδίζουν, και κάτω από ανοιχτές ομπρέλλες ξεκινά η πομπή που θα πάρει τις "εικόνες του παπού" από το σπίτι όπου φυλάσσονται.
Γυρνώντας πίσω στο Κονάκι, η φωτιά έκαιγε γερά, και μετά το άγιασμα του νερού και το μοίρασμά του τα όργανα ξεκίνησαν. Μαζί και ο χορός. Δύο μονότονα τραγούδια, ξανά και ξανά και ξανά. Ο Αρχιαναστενάρης στη μία άκρη του χώρου, θυμιάτιζε τις εικόνες και έκανε το γύρο των παρευρισκομένων θυμιατίζοντάς μας και μας. Οι χορευτές συνέχιζαν. Και συνέχιζαν. Μια κρατώντας τις εικόνες, μια κρατώντας τα κόκκινα μαντήλια ή τις κόκκινες καλύπτρες των εικόνων, με μια λατρεία που έκαιγε πιο πολύ από τη φωτιά. Λατρευτικός χορός, σχεδόν εκστατικός, με το νταούλι να δίνει το ρυθμό και τη λύρα να γεμίζει τον χώρο με τον ήχο της. Ούτε η περιγραφή αυτή αλλά ούτε και οι φωτογραφίες που ακολουθούν μπορούν να μεταφέρουν τη συγκίνηση που νιώσαμε. Ούτε να εξηγήσουν τα αυθόρμητα ασυναίσθητα δάκρυά μας.
"Ο Κωσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωσταντίνος - μικρό τον είχε η μάνα του, μικρό τ' αρραβωνιάζει - μικρό τον ήρθε μήνυμα στον πόλεμο να πάει..." λέει το ένα εκ των δύο τραγουδιών. Το έθιμο, μας είπε ο Αρχιαναστενάρης, έχει καταγωγή το Κωστί, ένα χωριό της Βουλγαρίας. Οι κάτοικοί του ήρθαν πρόσφυγες, και εγκαταστάθηκαν σε 5 χωριά της Μακεδονίας, όπου σήμερα συνεχίζουν το έθιμο. Διάβασα οτι προέρχεται από τους Ορφικούς της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι οποίοι από ευγνωμοσύνη στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο (τον μετέπειτα Αγιο) που παρά την επικράτηση της νέας θρησκείας τους επέτρεψε να συνεχίσουν τις τελετές τους, τελούν την αρχαία λατρεία τους στο όνομά του, την ημέρα που εορτάζεται από την εκκλησία (21 Μαϊου). Η τελετή, όμως, για κάποιο λόγο λαμβάνει χώρα και την παραμονή (ή ανήμερα) του Αγίου Αθανασίου.
Ο χορός πού και πού σταματούσε, οι χορευτές κάθονταν τριγύρω - κάποιοι συνομιλούσαν με τους φίλους τους, ή έπιναν νερό, ή έβγαιναν έξω. (Αργότερα συνειδητοποιήσαμε οτι κάποιοι Αναστενάρηδες δεν χόρεψαν παρά ελάχιστα όλο το βράδυ, αλλά παρόλα αυτά πάτησαν τη φωτιά.) Και σε κάθε διάλειμμα, ο Αρχιαναστενάρης ευχόταν: "Χρόνια πολλά, και καλό πανηγύρι να έχουμε".
Η βροχή συνέχιζε απτόητη, μέχρι που ελήφθη η απόφαση να ανάψει η φωτιά. Σε λίγο κόπασε, και μια πομπή με εικόνες και όργανα βγήκε στο μικρό δάσος. Είχε νυχτώσει τελείως, έκανε κρύο, και το δάσος ήταν πλημμυρισμένο, εκτός από το σημείο της φωτιάς.
Πίσω στο Κονάκι, πάλι χορός. Χορός που συνέπαιρνε χορευτές και θεατές, χορός με εικόνες και τάματα εξαγιασμένα από αιώνες λατρείας πιστών. "Το πανηγύρι ήταν τρανό μα ο κόσμος ήταν λίγος", λέει μεταξύ άλλων το δεύτερο τραγούδι.
Η επαφή με τη λατρεία και το μυστηριακό δεν μπορεί να μην μας επηρεάσει, με κάποιο τρόπο. Μετά την αρχική αναπάντεχη συγκίνηση που νιώσαμε, οι ώρες που κύλησαν ακούγοντας τη λύρα και το νταούλι και παρακολουθώντας τους Αναστενάρηδες να χορεύουν, μας έβαζαν όλο και βαθύτερα σε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια, όλο και βαθύτερα, μέχρι που η μέθεξη στην τελετή και στη λατρεία μας έφερε σε μεγάλη συγκινησιακή εγγύτητα με τους χορευτές-τελεστές. Τόσο, που βιώσαμε όλη αυτή την κατάσταση ως απολύτως φυσική. Οπως απολύτως φυσική μας φάνηκε και η ίδια η πυροβασία όταν τελικά έγινε.
Οι Αναστενάρηδες χορεύουν στα πυρωμένα κάρβουνα μέχρι να τα σβήσουν. Οταν σβήσει και το τελευταίο γυρνούν στο Κονάκι, το κυκλώνουν 3 φορές, χορεύουν ξανά έναν τελευταίο λατρευτικό χορό, ίσως ακόμα πιο εκστατικό από τους προηγούμενους, και κάθονται να φάνε στο κοινό τραπέζι που στρώνεται κατάχαμα. Οι τελετουργικές λεπτομέρειες είναι πολλές, η κάθε μια με την ιδιαίτερη σημασία της η οποία ξεδιπλώνεται μέσα στην εσωτερική σιωπή που συνοδεύει τους συμμετέχοντες. Πολλές εξηγήσεις δεν δίνονται εάν δεν ζητηθούν, και οι κουβέντες γύρω από το τραπέζι μπορεί να ακουστούν και κοινότοπες. Με το τέλος της κοινής τράπεζας, οι εικόνες επιστρέφονται στο σπίτι τους έτσι όπως ήρθαν, συνοδευόμενες από τα όργανα και τους τελεστές. Η ώρα εκείνη είναι το κλείσιμο του κύκλου. Μια ώρα κατάνυξης και παράξενης λύτρωσης, μια ώρα που ξέρεις οτι είσαι πλέον αλλιώτικος άνθρωπος από αυτόν που ήσουν όταν ξεκίνησε η πανάρχαια τελετή.
.............................................................................................
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα αυτό σχετικά με τη Μαυρολεύκη Δράμας, και αυτό σχετικά με το Κωστί. Βρήκα επίσης οτι το έθιμο της πυροβασίας το έχουν και αρκετοί άλλοι λαοί.
..............................................................................................
Ευχαριστούμε από καρδιάς τον Παναγιώτη Σαϊνατούδη για την ευκαιρία να μετέχουμε στη συγκλονιστική αυτή τελετή.
διαβαζοντας το ενιωσα μια μαγεις,σαν κατι να με καλεσε εκει,,κατι με συνεπηρε.
ΑπάντησηΔιαγραφή