Κάπου ανάμεσα στο χωριό Θολό και στο Λέπρεο (χωριά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, ανάμεσα στη Ζαχάρω και στην Κυπαρισσία), βρίσκεται ένα ιδιότυπο μουσείο. Περνώντας με το αυτοκίνητο πιάνει το μάτι σου ένα παλιό κτίσμα που γράφει "καφενείο - παντοπωλείο", και κάτω από την κληματαριά του κάθονται άνθρωποι. Λουλούδια, κληματαριά, ένα μικρούλικο μποστάνι στα δεξιά του. Σταματήσαμε, κάτι μας κίνησε το ενδιαφέρον...
Είπαμε να πιούμε κι εμείς έναν καφέ. Μια δεύτερη όμως ματιά μας αποκάλυψε κάτι αναπάντεχο.
Στα τραπέζια κάθονταν κούκλες, και όχι άνθρωποι! Η, μάλλον, κούκλες (από αυτές που έχουν τα καταστήματα ρούχων) μαζί με ανθρώπους... Οι οποίοι έκαναν χάζι με τα έκπληκτα μάτια μας όταν το ανακαλύψαμε, και κοιτάζαμε γύρω-γύρω τα τραπέζια και τις καρέκλες να ξεχωρίσουμε ποιός είναι ποιός! Με ξενική προφορά μας παρώτρυναν να ανέβουμε επάνω για να δούμε το μουσείο τους. "Η είσοδος είναι ελεύθερη", μας είπε η γελαστή κυρία. Και ανεβήκαμε. Παντού λουλούδια, κυρίως γεράνια σε δοχεία διάφορα. Η σκάλα μικρή, οι πόρτες κι αυτές σε ένα μέγεθος οικείο, αλλά σχεδόν ξεχασμένο. Οπως και η μυρωδιά.
Ενα δωμάτιο παλιό, μύριζε χωριό μιας άλλης εποχής, με έφερε πίσω σε κάτι επισκέψεις σε μία θεία στο Αχλαδοχώρι Μεσσηνίας, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα νοτιότερα... Η σκεπή καλαμωτή. Στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι με χειροποίητα προϊόντα της γελαστής κυρίας, προφανώς - μαρμελάδες, ελιές, λάδι. Στους τοίχους διάφορα αντικείμενα παλιά, κούνιες μωρών, κασέλες και μπαούλα... Στον ένα τοίχο βιτρίνα-παράθυρο, πάλι με μαρμελάδες μέσα, και φωτογραφίες άλλων εποχών.
Κατεβήκαμε πάλι κάτω, να εξερευνήσουμε και το κατώι. Στην είσοδο μεγάλη φυσούνα σιδεράδικου, πατίνι ξύλινο, νταμιτζάνες, ένα σαμάρι, και ταμπέλες διάφορες. Μαζί μας μπήκε η γελαστή κυρία.
Από πού είστε, τη ρώτησα. Από Γερμανία. Μένει χρόνια στην Ελλάδα, μαζί με τον σύζυγό της, και αγαπάει αυτό τον τόπο. Και πού τα έχετε βρεί όλα αυτά τα αντικείμενα; Στα σκουπίδια, μου λέει. Οπως και τα δύο γατάκια (μου έδειξε τα μωρά γατάκια που ανακάλυψαν τα παιδιά μου και έπαιζαν στο μεταξύ μαζί τους). Και πάλι έκπληξη στο πρόσωπό μας, χωρίς κανένα σχόλιο από τη γελαστή κυρία. Πώς λέγεστε; Ούλι. Και ο άντρας μου Τίμπορ, γι αυτό και βαφτίσαμε το μουσείο μας Τιμπούλις... Μέσα στο κατώι άλλος θησαυρός. Πιατάκια, μπουκαλάκια, παλιοί καθρέφτες και πάλι ταμπέλες, αναρίθμητα πράγματα που μαρτυρούσαν άλλες εποχές, ίσως όχι τόσο παλιές τελικά... Και κάθε αντικείμενο μια ιστορία ολόκληρη, μια διαδρομή από το σπίτι και τους ανθρώπους που υπηρέτησε, στα σκουπίδια, και από κει στα μάτια και στα χέρια της Ούλι και του Τίμπορ, που δεν το άντεχε η καρδιά τους να το δουν να χάνεται: γιατί ακριβώς έχει μια ιστορία να πει... Και οι αληθινές ιστορίες στις μέρες μας είναι ακριβές, και σημαντικές.
Γράψαμε κάτι στο βιβλίο επισκεπτών για τη νοσταλγία της μυρωδιάς, αγοράσαμε δυό σπιτικές μαρμελάδες, και βγήκαμε από τον απίστευτο αυτό χώρο με την υπόσχεση να ξανάρθουμε άμα μας φέρει ο δρόμος στα μέρη αυτά και πάλι. Βγαίνοντας προσέξαμε τις νεροκολοκύθες, το λιλιπούτειο μποστάνι, και την τουαλέττα έξω από το σπίτι, όπως ήτανε παλιά, τον καιρό που η θεία μου από το Αχλαδοχώρι μαγείρευε στο τζάκι και πήγαινε στον τρύγο, όταν εγώ ήμουνα παιδί.
Φοβερό μέρος...Και η ιδέα με τις κούκλες πολύ έξυπνη: και καθόλου "πραγματικούς" πελάτες να μην έχει, θα τραβάει την προσοχή των περαστικών όπως εσείς, με την ψεύτικη πολυκοσμία του, οπότε πάντα θα δουλεύει...Πιο εύκολα στέκεσαι σε ένα γεμάτο μαγαζί, παρά σε ένα άδειο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα μου άρεσε το ζευγάρι που το έφτιαξε αυτό το μέρος. Συνταξιούχοι Γερμανοί, με μια κουλτούρα άλφα, που κάνουν το χόμπυ τους... Αυτό το "στα σκουπίδια" κάτι μου έκανε μέσα μου...
ΑπάντησηΔιαγραφή