Ζούμε σε μία χώρα που συνυπάρχουν δύο κόσμοι. Δυό κόσμοι παράλληλοι και ολωσδιόλου αντιφατικοί. Δεν πρόκειται για παραμύθι. Κάθε τι που βιώνω, κάθε τι που ακούω, κάθε τι που ζω κάθε άνθρωπος που γνωρίζω, επιβεβαιώνει την ύπαρξή τους.
Περπατώντας στην μία αγορά, βιτρίνες, εικόνα λαμπερής πολυτέλειας και "αφθονίας", βιομηχανικά κατασκευασμένα ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα, χαλιά, εργαζόμενοι καλοντυμένοι: οι οποίοι ζουν μια εσωτερική σύγκρουση, μια που αφενός χαίρονται που "έχουν δουλειά" αφετέρου πιθανώς τη σιχαίνονται, ή θρηνούν το γεγονός οτι η δουλειά τους δεν τους προσφέρει πλέον τα μέσα να ζήσουν αξιοπρεπώς, αλλά φοβούνται και μην τη χάσουν... τα προϊόντα εντός υπερτιμημένα για τον καταναλωτή, αλλά υποτιμημένα για τον (άγνωστο) παραγωγό τους, μια που ποιός ξέρει πόσο πληρώθηκε για τις ώρες που αφιέρωσε στην παραγωγή, ποιός ξέρει σε ποιό τόπο έγινε, αν είχε φως ή σκοτάδι, καθαρό αέρα ή νερό ή διάλειμμα για καφέ ή κοινωνική ασφάλιση... μαγαζιά που συντηρούνται κούτσα-κούτσα με απλήρωτους υπαλλήλους και λογαριασμούς. Και απέξω, ανά δέκα βήματα, παιδιά και ενήλικες πεταμένοι από το σύστημα επαιτούν: για μια τυρόπιτα, για τα φάρμακα των παιδιών τους, για τις πάνες του μωρού, για να πληρώσουν το κομμένο τους ρεύμα. Τα δωδεκάποντα παπούτσια της πωλήτριας πλάι στην καθισμένη ρακένδυτη με το κομένο χέρι σε πλήρη θέα και τα επίσημα χαρτιά στο πλάι (για να πειστούμε όλοι οτι όντως πάσχει, και όντως της έκοψαν το επίδομα αναπηρίας, οτι δεν πρόκειται για ψέμα). Στα περίπτερα, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, πολύχρωμα, με πηχιαίους ζοφερούς τίτλους, από τη μια να θρηνούν "την κατάσταση" κι από την άλλη να δείχνουν μια "ωραία ζωή" που κάπου υπάρχει, ναι, αφού έγινε αντικείμενο φωτογράφισης, κι ας μην έχουνε πρόσβαση σ΄αυτήν οι περαστικοί που τη χαζεύουν. Υπάρχουν, φυσικά, και άλλες γωνιές, με μαγαζιά που έκλεισαν και χάσκουν άδεια, με ανέστιους ανθρώπους κουλουριασμένους στη γωνία ανάμεσα στην αλλοτινή βιτρίνα και το πεζοδρόμιο, το χρώμα μιας κουβέρτας πάνω στο γκρίζο του γκρίζου του μαύρου του καφέ της πόλης μακριά από τις κυριλέ βιτρίνες.
Περπατώντας στην άλλη αγορά, τώρα: εφήμεροι πάγκοι, πολύχρωμα ριχτάρια, άνθρωποι ντυμένοι καθημερινά ή όχι "τόσο" ντυμένοι, παιδιά που δεν τα έχουν απ' το χέρι οι μανάδες τους, τρέχουν και κοιτούν ελεύθερα, σε κάθε πάγκο απλωμένα προϊόντα μοναδικά από τα χέρια των ανθρώπων που τα πουλούν, που είναι περήφανοι και λάμπουν αν τους ρωτήσεις πώς και από τι, αν επαινέσεις τη δουλειά τους, που το χρηματικό αντίτιμο φαίνεται λίγο αλλά γι αυτούς είναι πολύ. Τα προϊόντα προέρχονται κατευθείαν από τη φύση, αλλιώς δεν είναι τέτοια: είναι δημιουργίες, γιατί ο άνθρωπος πάνω τους σκέφτηκε, αισθάνθηκε, κόπιασε με τα χέρια τη φαντασία και τα υλικά του κι έφτιαξε κάτι που όμοιό του δεν θα ξαναγίνει, κι ας βγούνε 20 από το ίδιο καλούπι. Οι πωλητές είναι δημιουργοί, είναι οι φύλακες της γής και των δικών της μυστικών, τα οποία μοιράζονται άμα ρωτήσεις και θες ν' ακούσεις. Συνομιλούν κι αποφασίζουν έξω απ' το νόμο της πλειοψηφίας, κοιτάζονται στα μάτια. Σε κοιτάζουν και σένα στα μάτια, χαμογελούν, όλοι τους έχουν μιά ιστορία να σου διηγηθούν άμα ρωτήσεις: μια ιστορία συνήθως θαυμαστή κι αλλιώτικη, που κάποτε - σκέφτεσαι - πρέπει να γράψεις σ' ένα βιβλίο. Κι είναι πολλές! Μία ατμόσφαιρα αφθονίας και γιορτής πλανάται, κι η μουσική που ακούγεται δεν έρχεται από 7χρονο παιδάκι που επαιτεί, αλλά από νεαρούς που παίζουν αυτοσχεδιάζοντας με πάθος. Και αν στο τέλος βγεί καπέλο, δεν είναι ζητιανιά, είναι κατάθεση χαράς. Επαίτες δεν υπάρχουν, τροφή υπάρχει για όλους και περισσεύει.
Συνέδριο διεθνές: ξενοδοχείο πέντε αστέρων, εταίροι εταιρείας πολυεθνικής, σύνεδροι και υπηρετικό προσωπικό: γραμματείς, μάγειροι, σερβιτόροι, τηλεφωνητές, ρεσεψιονίστ, ανθοπώλες, καθαρίστριες, κουστούμια, χρηματικές συναλλαγές, ανακοινώσεις ύφους και κύρους επιστημονικού, διεθνείς έρευνες πληρωμένες με χρήματα μεγάλων χορηγών, τροφή που πετιέται στους κάδους μετά τα πλούσια γεύματα από αγνώστου προελεύσεως υλικά, παιδιά και ζώα σιωπηρά απαγορεύονται, η μουσική φορμαρισμένη και στημένη για τα γούστα των συνέδρων από συγκρότημα που έδωσε καλή τιμή στη διοργανώτρια εταιρεία. Τα μυστικά της δουλειάς φυλάσσονται με πατέντες και πνευματικά δικαιώματα. Η φύση δίνει το κομψό παρόν της με την περίτεχνη ανθο-σύνθεση στο τραπέζι του πάνελ.
Διεθνείς Ημέρες Σπόρων: μία γιορτή που στήνεται από εθελοντές. Παιχνίδια, χαρά, και γνώση γνώση, γνώση. Μάγειροι, τηλεφωνητές, κατασκευαστές εργάζονται για τη αγάπη μόνο, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Χρήματα δεν αλλάζουν χέρια: φυτά, σπόροι, χρόνος, τέχνη, φροντίδα, γνώση, όλα χαρίζονται και κανείς δεν μένει ζημιωμένος ή παραπονεμένος. Η τροφή άφθονη, ευγενική χορηγία επώνυμων μικρών παραγωγών, μαγειρεμένη από γυναίκα σεφ. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Οι ανακοινώσεις με πάθος και χιούμορ, βγαλμένες από εμπειρία και έρευνα πληρωμένη με προσωπικούς πόρους, εργασία και μεράκι ζωής. Οι μουσικοί παίζουν από αγάπη, όποιος ξέρει μπορεί να τραγουδήσει, να χορέψει. Η φύση τιμάται στο πεδίο της, κατά πάντα και δια πάντα.
Οι φίλοι: χάνουν μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, εργασίες, παιδιά που ξενιτεύονται, και φοβούνται. Διαβάζουν εφημερίδες και ακούνε ειδήσεις, φοβούνται περισσότερο, μαζεύονται, φοβούνται κι άλλο. Καταγγέλουν. Η πόλη γέμισε ξένους που θέλουν να τους πάρουν το ψωμί, τη δουλειά, τον άντρα, το πορτοφόλι. Μιλάνε άλλες γλώσσες και νιώθουν ξένοι στην ίδια τους την πόλη. Τα τρόφιμα στο σουπερμάρκετ ακριβαίνουν καθημερινά, αλλά φοβούνται να βάλουν δυό μαρούλια στο μπαλκόνι εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Θυμούνται το κλέφτικο τραγούδι που μαθαίναν στον σχολείο "μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε" και κάτι ψελλίζουν απαξιωτικά για την επανάσταση που δεν συμβαίνει. Η πόλη ασφυκτιά, τα εγγόνια χρειάζονται λεφτά για φροντιστήρια και άι-φον, "έναν καφέ να πας να πιείς στο κέντρο θέλεις αλλά το σκέφτεσαι γιατί κοστίζει", και η σύνταξη μειώνεται δραματικά λες και περνά από σουρωτήρι. Τα φάρμακα σε λίγο δεν θα τα γράφει το ταμείο. Ο θεός των αγορών είναι αδυσώπητος, και μόνο τους "μεγάλους" λογαριάζει. Κι αυτοί ένιωθαν κάποτε μεγάλοι κι αξιοσέβαστοι, και βρίσκουνε παρηγοριά στις αναμνήσεις τους γεμάτοι στόμφο. Νιώθουν σαν τα κορόιδα με τους πολιτικούς που ψήφισαν, όλο καινούργιους φόρους βάζουν, αλλά δεν έχουν άλλους, οπότε κάτι θα πρέπει πάλι να ψηφίσουν, οι φόβοι καραδοκούν πίσω από κάθε σκέψη που πάει να ξεφύγει από την πεπατημένη. Μέσα στο σπίτι νιώθουν ασφαλείς, οι φίλοι άλλαξαν πορεία, δυό συγγενείς τους έμειναν να ανταλάσσουν μίζερες ευχές, και ο φούρναρης για τις πολιτικές τους αναλύσεις.
Είναι κι οι φίλοι που άλλαξαν πορεία:
Που τρέχουνε από σεμινάριο κηπουρικής σε εργαστήριο παρασκευής σαπουνιού, κι από δίκτυο ανταλλαγής υπηρεσιών σε συλλογικές κουζίνες σε μακρινά προάστεια. Που βάζουνε μποστάνι στην ταράτσα για να 'χουν καθαρή τροφή, και παραγγέλνουν μήλα κατευθείαν από τον παραγωγό που γνώρισαν σε μια οικογιορτή κι έχουνε γίνει φίλοι. Που πέταξαν την τηλεόραση και μποϋκοτάρουν τις μεγάλες εταιρείες. Που κάνουνε κομπόστ στο μπαλκόνι, ανακύκλωση στον κάδο, και ράβουν τα παντελόνια των παιδιών τους. Που δίνουνε τα ρούχα που βαρέθηκαν και παίρνουν άλλα, σε χαριστικά παζάρια. Που φτιάχνουνε κεραλοιφές στο μπρίκι του καφέ και λένε παραμύθια στα παιδιά τους. Που δεν διαθέτουν άι-φον, και τα παιδιά τους δεν πάνε φροντιστήριο. Που είναι φανατικά μέλη της τοπικής τους βιβλιοθήκης, και κάνουν πάρτυ-ρεφενέ, γιατί η κρίση θέλει καλοπέραση. Που φτιάχνουνε λαμπάδες και λικέρ για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Που πρέπει να μετράνε και το τελευταίο σεντ για να βγούνε, αλλά νιώθουν ευγνώμονες για το νόημα της ζωής. Που ψάχνουν την ποιότητα στις σχέσεις και στα πράγματα. Που μαζεύονται και τραγουδάνε μαζί τα βράδια. Που συγκομίζουνε καρπούς αζήτητους από χωράφια κοντινά και φτιάχνουνε συκοπαϊδες και σερμπέτια και σπιτικά καλλυντικά. Που κάνουν δίκτυα κι ομάδες για κοινούς σκοπούς, και μοιράζονται τη γνώση και την εμπειρία τους με κέρδος τη χαρά τους. Που δίνουν δώρα χειροποίητα. Που μετατρέπουν τα τσιμεντένια πάρκινγκ σε πάρκα αναψυχής, και τα εγκαταλειλημμένα σπίτια σε ευφάνταστους αυτοδιαχειριζόμενους παιδότοπους. Που εκπαιδεύουν τα παιδιά τους να αφουγκράζονται τη φωνή του γκιώνη και να γνωρίζουνε τις κάμπιες του ξυνολάχανου. Που φτιάχνουν εναλλακτικά νομίσματα. Που κρατάνε σπόρους από τους κατηφέδες της βεράντας τους και τους χαρίζουνε στο γείτονα που βάζει ντοματιές. Που ταξιδεύουνε σε χώρες μακρινές προσφέροντας εθελοντική εργασία σε φάρμες και κοινότητες "για να γνωρίσουν και να γνωριστούν". Που οργανώνουν ομάδα αλληλεγγύης για τους άστεγους της περιοχής τους. Που κάνουν δωρεάν μαθήματα σε παιδιά. Που κάνουν συνεργατικά καφενεία, εκδοτικές ομάδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς. Που φεύγουν απ' την πόλη όπου ασφυκτιούν και δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους ζώντας μαζί με φίλους σαν κοινότητα στην επαρχία. Που ζουν με λίγα απολαμβάνοντας πολλά.
Δυό κόσμοι δυό παράλληλα σύμπαντα, παρόντα γύρω μας κι εντός μας πιθανώς, τούτη την ώρα που διαβάζουμε, μιλάμε, αναρωτιόμαστε κι ερωτευόμαστε. Τώρα, εδώ.
σχινοβάτες ανάμεσα στους δύο κόσμους είμαστε
ΑπάντησηΔιαγραφήυπάρχει, βέβαια, και το παλιό αμερικάνικο τραγούδι που λέει "which side are you on, boy, which side are you on?"
ΑπάντησηΔιαγραφή