Πάρκα με αιωνόβια πλατάνια, βελανιδιές,
φλαμουριές, κουφοξυλιές, φτελιές. Ακούγονται χιλιάδες πουλιά, η άνοιξη έρχεται
με ευωδιές, και το καλοκαίρι όλη η πόλη είναι μία δροσερή όαση μέσα στον
ηλιοκαμμένο κάμπο. Σε κάθε γειτονιά μικρά πάρκα με ανθισμένα παρτέρια που τα
φροντίζουν συνεργατικά οι γείτονες είναι ευκαιρίες για κοινωνικότητα, άσκηση,
ψυχαγωγία και ευκαιρίες παιδαγωγικού παιχνιδιού για τα μικρά παιδιά. Στα πάρκα
αυτά ξύλινοι καλαίσθητοι κομποστοποιητές δέχονται τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου
και τα υπολείμματα από τις κουζίνες της γειτονιάς. Όλοι πια οι γείτονες
γνωρίζουν πώς γίνεται το καλό κομπόστ, όλοι το «ταϊζουν», και μια φορά το χρόνο
το ανοίγουν και το μοιράζονται για τους κήπους τους και τα κοινά παρτέρια. Η
ενασχόληση με τα κοινόχρηστα πάρκα γίνεται ευκαιρία για φιλική κουβέντα και
άσκηση αληθινής πολιτικής: συζητήσεις και διάλογοι που οδηγούν στη λήψη
αποφάσεων για το κοινό καλό. Πάνε χρόνια τώρα που οι δημότες ψηφίζουν με
γνώμονα όχι τους ωραίους εμπνευσμένους λόγους και τις εντυπωσιακές φωτογραφίες
των υποψηφίων, ούτε με τη λογική της ‘ανάθεσης έργου’, αλλά σύμφωνα με την
ικανότητα που έχουν οι εκάστοτε υποψήφιοι για αληθινή ενσυναισθητική ακρόαση
και συμπεριληπτικότητα όλων των φωνών και των αναγκών της πόλης.
Ο δήμος πήρε ευρωπαϊκή επιδότηση για
ανανεώσιμη ενέργεια, και αγόρασε για όλες τις ταράτσες της πόλης φωτοβολταϊκά
πάνελ και μπαταρίες. Όλα τα δημόσια κτίρια, όλα τα σχολεία, αλλά και όλα τα
νοικοκυριά έχουν πλέον το δικό τους ανεξάρτητο ρεύμα, το οποίο και
αυτοδιαχειρίζονται με επιτυχία. Σε όλα τα σπίτια επίσης δόθηκαν δεξαμενές νερού
οι οποίες γεμίζουν από τις υδροροές με τη βροχή, και έτσι υπάρχει άφθονο ποτιστικό
νερό για τους κήπους το καλοκαίρι. Κάποια σπίτια μάλιστα ζήτησαν και δεύτερη,
με τη λογική να γεμίζουν το καζανάκι τους με δωρεάν νερό. Φυσικά η διαχείριση
του νερού γίνεται από επιτροπή πολιτών η οποία εκλέγεται ανά δύο χρόνια από
ολόκληρη την πόλη. Η επιτροπή αυτή δεν λογοδοτεί μόνο για το πόσιμο νερό, αλλά
και για την κατάσταση των ρεμάτων των πηγών και των χειμάρρων που διατρέχουν
την πόλη – τα οποία διατηρούνται καθαρά και οι όχθες τους έχουν διαμορφωθεί σε
χώρους περιπάτων αναψυχής. Είναι χώροι που γεμίζουν από νεαρές οικογένειες που
βγαίνουν για να περπατήσουν και να ακούσουν τα πάμπολλα είδη υδρόβιων πουλιών
που ζουν πλέον εκεί. Τα ρέματα έχουν πλέον νερό όλο το χρόνο. Πού και πού
κάποιοι ηλικιωμένοι κάθονται σε παγκάκια και ψαρεύουν με καλάμι ή μαθαίνουν τα εγγόνια τους να ψαρεύουν
με την απόχη.
Πριν κάποια χρόνια αγοράστηκαν όλα τα ετοιμόρροπα
νεοκλασικά σπίτια της πόλης από το δήμο, και η μελέτη της αναστήλωσής τους δόθηκε
ως πτυχιακές εργασίες σε φοιτητές των Πολυτεχνικών σχολών της Θεσσαλονίκης και της
Αθήνας. Δεκάδες τελειόφοιτοι πολιτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες πέρασαν τον
χρόνο της εκπόνησης των μελετών τους στην πόλη για να μυηθούν στην ιστορία των
κτιρίων που αναστήλωναν και ανακαίνιζαν, κάποιοι και καθ’ όλη τη διάρκεια των
εργασιών. Τα ανακαινισμένα νεοκλασικά μετατράπηκαν σε ξενώνες και διαμερίσματα
για τους επισκέπτες της πόλης. Υπήρχε πλέον λίστα αναμονής για φιλοξενία σε
αυτά, μια που η Δράμα ήταν η πρώτη πόλη που εμπνεύστηκε και εφάρμοσε κάτι
τέτοιο. Πέραν της εισροής ταξιδιωτών, ερευνητών, και εξεχόντων προσωπικοτήτων
στην πόλη που ήθελαν να ζήσουν μαζί την πολυτέλεια και ένα μικρό ταξίδι στο
χρόνο, το εγχείρημα αυτό δημιούργησε πληθώρα θέσεων εργασίας, ανανεωμένη
περηφάνια για την ιστορία της πόλης, και σημαντικά έσοδα για τον δήμο.
Με τα έσοδα αυτά ο δήμος μπόρεσε να
μειώσει τα δημοτικά τέλη και να χτίσει ένα εξαιρετικό δημοτικό θέατρο, που για
χρόνια ήταν πάγιο αίτημα των δημοτών. Για τη μελέτη και την κατασκευή του
θεάτρου συνεργάστηκαν οι τοπικές θεατρικές ομάδες με τη σχολή Αρχιτεκτονικής
του ΑΠΘ, όπως επίσης και με τους Δραμινούς αποφοίτους της τοπικής σχολής
Αρχιεκτονικής Τοπίου, που γνώριζαν καλά την πόλη τους και την αισθητική της.
Στο δημοτικό θέατρο στεγάζονται όλες οι θεατρικές ομάδες της Δράμας, όπως και
ομάδες δραματοθεραπείας και ψυχοδράματος. Χάρη στην εξαιρετική κατασκευή του,
πολλοί θίασοι των μεγάλων πόλεων το προτιμούν και χαίρονται να δίνουν
παραστάσεις. Δεν περνά ούτε μία εβδομάδα μέσα στο χρόνο χωρίς κάποια μικρή ή
μεγάλη θεατρική παράσταση.
Ένα μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης
πεζοδρομήθηκε (εκτός των πολύ πρωινών και βραδινών ωρών για την τροφοδοσία των
καταστημάτων). Για όσους δυσκολεύονταν στο περπάτημα υπήρχαν ποδήλατα,
τρίκυκλα, και ηλεκτρικά σκούτερ με καλαθούνες για τα ψώνια, τα οποία
λειτουργούσαν με κάρτα. Η κάρτα δινόταν σε όλους τους δημότες δωρεάν, και οι
επισκέπτες μπορούσαν να ‘νοικιάζουν’ κάρτα με την ώρα ή τη μέρα από τα περίπτερα.
Προκειμένου να υπάρχει εργασία αλλά και περισσότερος
ελεύθερος χρόνος για όλους θεσπίστηκε η τριήμερη εργασία. Κάτι που ξεκίνησε ως
πειραματική συνθήκη στην πόλη της Δράμας εξελίχθηκε σε πανελλαδική πρακτική,
από την οποία όλοι ωφελήθηκαν. Πατάχθηκε όχι μόνο η ανεργία και η διαρροή
ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό, αλλά και η κατάθλιψη που μάστιζε για πολλά
χρόνια τόσο την πόλη όσο και τη χώρα ολόκληρη.
Τα σχολεία της Δράμας απέκτησαν τους πιο
χαρούμενους μαθητές. Δεν αυξήθηκαν μόνο οι εκδρομές και οι αληθινά εκπαιδευτικοί
περίπατοι με ειδικούς παιδαγωγούς μέσα στο καθημερινό πρόγραμμα, αυξήθηκε και ο
χρόνος που περνούσαν τα παιδιά στους αύλειους χώρους του σχολείου:
δημιουργήθηκαν κήποι λαχανικών και βοτάνων, φυτώρια δέντρων, υπαίθρια
γυμναστήρια, πέργολες κάτω από τις οποίες γινόταν το μάθημα και οι εργασίες των
παιδιών όταν το επέτρεπε ο καιρός και το θέμα. Εγινε πράξη η συνεργατική
βιωματική μάθηση, η αλληλοδιδακτική, και η διαθεματική διδασκαλία.
Δημιουργήθηκαν επιτροπές μαθητών-εκπαιδευτικών για διάφορα θέματα που αφορούσαν
τόσο την εκπαιδευτική διαδικασία όσο και την ίδια την σχολική κοινότητα. Τα παιδιά
απέκτησαν λόγο για το πώς ήθελαν να είναι, να λειτουργεί, να διοικείται το
σχολείο τους, και έτσι απέκτησαν ευθύνη: ευθύνη για τη μάθηση, το κτίριο, και ο
ένας για τον άλλον. Οι ενδοσχολικές σχέσεις εξομαλύνθηκαν, ενισχύθηκε ο
αμοιβαίος σεβασμός, και οι όποιες συγκρούσεις προέκυπταν λύνονταν από ομάδες
ομότιμων διαμεσολαβητών, ειδικά εκπαιδευμένων στην επίλυση συγκρούσεων. Το
σχολείο έγινε χώρος δημιουργίας και χαράς, και δεν ξανακούστηκε ποτέ
περιστατικό βίας ή χρήσης ουσιών.
Οι Τέχνες μπήκαν στα σχολεία δυναμικά,
ειδικά το θέατρο η μουσική και τα εικαστικά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παρέες
μαθητών αποφάσιζαν να κάνουν μίνι συναυλίες στο πάρκο της γειτονιάς τους, ή να
ανεβάσουν σκετσάκια, ή να κάνουν πρότζεκτ φωτογραφίας κάνοντας πορτραίτα των
γειτόνων-κηπουρών ή των παππούδων τους. Θεσπίστηκε ο μήνας τοπικής ιστορίας όπου μαθητές έπαιρναν συνεντεύξεις
από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, ή τους καλούσαν μέσα στην τάξη τους για
να μιλήσουν για κάποιο σημαντικό γεγονός που έζησαν ή το πώς ήταν η ζωή στα
νειάτα τους. Στο τέλος του χρόνου δημιουργούσαν ταινίες ή βιβλία με τις ιστορίες
που μάζευαν, γνωρίζοντας ότι αυτά ουσιαστικά θα αξιοποιηθούν από τα δικά τους παιδιά
και εγγόνια, και έτσι δεν θα χαθεί η συνέχεια της ιστορίας της πόλης και των
χωριών της.
Το σχολείο επίσης οργάνωνε Σαββατοκύριακα
ή και ολόκληρες εβδομάδες υπαίθριας διαβίωσης στα δάση και στα βουνά του νομού,
με ειδικούς εκπαιδευτές, προκειμένου να γνωρίσουν και να αγαπήσουν οι μαθητές
τη φύση της πατρίδας τους. Κάθε βράδυ, γύρω από τη φωτιά, γίνονταν συζητήσεις
για τα όνειρα και τις κοσμοθεωρίες των παιδιών και όχι μόνο: εκεί μάθαιναν τα
παιδιά και χαίρονταν οι μεγάλοι τη δύναμη της κοινότητας, του λόγου, και του
αλληλοσεβασμού. Στις «εκδρομές» αυτές τα παιδιά μάθαιναν βιωματικά και
συνεργατικά οικολογία, φυσική, χημεία, μετεωρολογία, μαθηματικά, αλλά και
μαγειρική, λογοτεχνία, μουσική, και φιλοσοφία. Ίσως όμως το πιο σημαντικό
μάθημα, όπως έλεγαν μαθητές και εκπαιδευτές, ήταν η αξία της κοινότητας, η
φροντίδα του ενός για τον άλλον και ο συνταιριασμός των δεξιοτήτων του καθενός
για να παραχθεί έργο και αρμονία. Εκεί γεννιόντουσαν και οι μεγάλες αγάπες.
Το Δασαρχείο ήταν η πλέον εξέχουσα
υπηρεσία της Δράμας, για την οποία διαγκωνίζονταν οι καλύτεροι δασολόγοι της Ελλάδας.
Η μοναδικότητα των οικοσυστημάτων της την έκανε ένα μέρος ζηλευτό για τους ερευνητές
και τους λάτρεις της φύσης. Υπήρχαν ειδικοί δασολόγοι που διέμεναν εκ
περιτροπής σε δασικά καταλύματα, φύλακες της χλωρίδας και της πανίδας, και
πρόθυμοι ξεναγοί στους εποχιακούς επισκέπτες. Θεωρείτο μεγάλο προνόμιο να έχει
υπηρετήσει κάποιος σε αυτό το πόστο, μια που η εκπαίδευση που λάμβαναν οι
δασολόγοι περιλάμβανε τα παιδαγωγικά και την προφορική αφήγηση, και έτσι
γίνονταν ανάρπαστοι ως εκπαιδευτικοί εάν αποφάσιζαν να αποσυρθούν από τα δάση. Η
«άγρια διαβίωση» ήταν ο μεγαλύτερος πόλος έλξης για την περιοχή, και πολλές υπηρεσίες
αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό.
Τα λατομεία σταμάτησαν τις εργασίες τους με
κοινή απαίτηση των πολιτών, για την προστασία του υδρολογικού κύκλου και των
ευαίσθητων οικοσυστημάτων της περιοχής. Άλλοι χώροι φυτεύτηκαν με δασικά δέντρα
και θάμνους, άλλοι έγιναν θεατράκια και χώροι αναψυχής, και άλλοι έγιναν
γεωπάρκα (κάποια μάλιστα εντάχθηκαν στη λίστα Παγκόσμιας Φυσικής Κληρονομιάς της
Ουνέσκο) δεδομένης της πλούσιας βιοποικιλότητας και των ιδιαίτερων γεωλογικών
σχηματισμών τους. Λόγω της αυξημένης επισκεψιμότητας ανθρώπων από όλον τον
κόσμο, που έρχονταν να θαυμάσουν, πχ, τα φυτά που επέζησαν της εποχής των
παγετώνων, δημιουργήθηκαν ευκαιρίες εργασίας για οικοξεναγούς και μικρά
ποιοτικά καταλύματα στα γύρω χωριά.
Στον χώρο που άλλοτε λατρεύτηκε ο Διόνυσος
δημιουργήθηκαν νέοι αμπελώνες, με παλιές και νέες ποικιλίες σταφυλιών. Καθιερώθηκε
η βιοδυναμική καλλιέργεια και οινοποιία προκειμένου να αναδειχθεί το terroir της περιοχής. Τα κρασιά της Δράμας
σάρωναν τα διεθνή βραβεία για τη μοναδικότητά τους, και ο τόπος έγινε πόλος
έλξης για οινολόγους και γευσιγνώστες από παντού. Χάρη στο ότι μία ολόκληρη
περιοχή καλλιεργείτο βιοδυναμικά από όλους τους οινοπαραγωγούς, η Δράμα είχε
πολλά να συνεισφέρει στη διεθνή κοινότητα και φιλοξένησε πολλά συνέδρια
βιοδυναμικής γεωργίας και οινοποιίας (προνόμιο που μέχρι τότε είχε μόνο η
Γαλλία και η Αμερική). Ο θεός Διόνυσος δεν έφυγε ποτέ από αυτά τα χώματα.
Δημιουργήθηκε σχολή εθνολογίας και
λαογραφίας όπου ερευνώνταν και διδάσκονταν τα τοπικά έθιμα, οι χοροί, τα
τραγούδια, η μουσική, η οργανοποιία, η παραδοσιακή διατροφή και οι ενδυμασίες. Για
να δημιουργηθεί ο μεγάλος αυτός οργανισμός (που περιλάμβανε μουσείο,
βιβλιοθήκη, ταινιοθήκη, αίθουσες μουσικής και χορού) συνεργάστηκαν όλοι οι
παραδοσιακοί και χορευτικοί σύλλογοι της πόλης. Οι νέοι μυούνταν στα έθιμα των
προγόνων τους, και συμμετείχαν με νέα συνειδητότητα και περηφάνια που γίνονταν
κι αυτοί κρίκοι μίας αρχέγονης αλυσίδας. Οι μαθητές των σχολείων της πόλης
συχνά συνεργάζονταν με αυτόν τον οργανισμό, ειδικά στον μήνα τοπικής ιστορίας.
Οι τσιγγάνοι της πόλης, ως ξεχωριστή
κοινότητα, έπαψαν να είναι στο περιθώριο. Τα παιδιά πήγαιναν όλα στο σχολείο
αλλά μάθαιναν και τη γλώσσα τους. Η φυσική και η ψυχική υγεία της κοινότητας ήταν
ειδικό μέλημα και προτεραιότητα του δήμου, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία
κουλτούρα αυτοφροντίδας και αυτοπροστασίας άγνωστη στους παλαιότερους. Ο
καταυλισμός τους επανοικοδομήθηκε ως νέος οικισμός με το δικό
του ιδιαίτερο χρώμα: απέκτησε κομμωτήριο, ραφείο, καφενείο, και ένα μικρό
κοινοτικό κέντρο όπου οι γεροντότεροι μαζεύονταν για να διδάξουν τη γλώσσα τους
στα παιδιά, να κάνουν γάμους και γλέντια. Κάθε Μάιο ολόκληρη η Δράμα ήταν
καλεσμένη στον εορτασμό του Εντερλέζι. Ήταν κάτι μοναδικό σε όλη την Ελλάδα οι
τσιγγάνοι να διατηρούν την ισορροπία ανάμεσα στην συντήρηση της ιδιαιτερότητας της
φυλής τους και στην ενσωμάτωση σε μία ευρύτερη κοινωνία.
Η τροφή της πόλης παραγόταν πλέον
εξολοκλήρου τοπικά και βιολογικά, σε μικρά αγροκτήματα και μονάδες. Ποτέ δεν
έλειπαν τα εργατικά χέρια, γιατί πολλοί νέοι έχοντας αποκτήσει την κουλτούρα
του σχολικού λαχανόκηπου και έχοντας αγαπήσει τη γη, ήθελαν να δοκιμάσουν την ένταξη στην
παραγωγική διαδικασία και στην μεταποίηση. Τα μεγάλα σουπερμάρκετ
αντικαταστάθηκαν από μικρά συνεταιρικά καταστήματα που διαθέτουν τοπικά
προϊόντα. Οι αγρότες πειραματίζονταν με νέες καλλιέργειες, νέα φυτά, νέες
μορφές μεταποίησης, και η πόλη μαζί με τον νομό έχουν γίνει εν πολλοίς
αυτάρκεις σε τροφή. Η ποιότητα της τροφής, ο ελεύθερος χρόνος, οι καλές
κοινωνικές σχέσεις, και η εγγύηση της εργασίας είχαν σαν αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση της νοσηρότητας,
και το μικρό τοπικό νοσοκομείο υπερεπαρκούσε για τις μειωμένες πλέον ανάγκες
νοσηλείας.
Τα σκουπίδια της πόλης διαχωρίζονταν στην
πηγή τους. Τα πλαστικά πήγαιναν σε ειδικούς κάδους, τους οποίους διαχειριζόταν
μία πρωτοποριακή εταιρία που έφτιαχνε δομικά υλικά από πλαστικό. Τα χαρτιά, το
αλουμίνιο και το γυαλί πωλούνταν. Τα οργανικά απόβλητα, όσα δεν «τάιζαν» τους κομποστοποιητές
γειτονιάς στα πάρκα, αναλαμβάνονταν από τον δήμο, ο οποίος παρασκεύαζε υψηλής
ποιότητας κομπόστ το οποίο διέθετε στους αγρότες. Το όφελος ήταν τριπλό: και
οικονομικό (οι αγρότες μείωναν τα έξοδα παραγωγής, ο δήμος κέρδιζε χρήματα) και
υγειονομικό (δραματική μείωση του όγκου των σκουπιδιών) και οικολογικό (το
έδαφος βελτιωνόταν σταθερά με την εφαρμογή του κομπόστ, έναντι της πρόσκαιρης
χημικής βελτίωσης με τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνταν τα παλαιότερα χρόνια τα
οποία μακροπρόθεσμα φτώχαιναν το έδαφος). Για τα παλιά έπιπλα, τα παλιά
μηχανήματα, και τα παλιά ρούχα, υπήρχαν συνεταιρισμοί που τα αναβάθμιζαν και τα
μεταποιούσαν: είχε δημιουργηθεί έτσι μία νέα αγορά, και μία νέα κουλτούρα, από
ανθρώπους που εκτιμούσαν το παλαιό, το μοναδικό, και το ευφάνταστο.
Αυτάρκεια σε τροφή, αυτάρκεια σε ενέργεια, ικανοποιητική απασχόληση και εγγυημένο εισόδημα για τους κατοίκους, δημιουργικότητα, παράδοση, χαρούμενα παιδιά, βιοποικιλότητα, αναψυχή, νέοι άνθρωποι που μπολιάζουν την κοινωνία απέξω, υγεία, ενσωμάτωση, τέχνη, κοινωνικότητα, αναψυχή: ποιότητα ζωής! Αυτή η πόλη είναι πλέον ένας μικρός βιώσιμος παράδεισος.
Το ονειρεύτηκα.
Γένοιτο.